παντέλειον

παντέλειον
παντέλειος
in pure perfection
masc/fem acc sg
παντέλειος
in pure perfection
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παντέλειος — ον, ΜΑ τέλειος σε όλα αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παντέλεια η τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων στις Συρακούσες 2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παντέλειον ὁλόκληρον» 3. φρ. «παντέλειος ἀριθμός» ο αριθμός δέκα. επίρρ... παντελείως Α με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”